υδροστεγής

υδροστεγής
ης, ες см. υδατοστεγής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υδροστεγής" в других словарях:

  • υδροστεγής — ές, Ν υδατοστεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * στέγης (< στέγη), πρβλ. υδατο στεγής] …   Dictionary of Greek

  • υδατοστεγής — ές, Ν αδιαπέρατος από το νερό, στεγανός, υδροστεγής. επίρρ... υδατοστεγώς με υδατοστεγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. αερο στεγής. Η λ., μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»